ἐναντιόφρων

ἐναντιόφρων
ἐναντῐό-φρων, ον, gen. ονος,
A = ἐναντιογνώμων, Cat.Cod. Astr.8(4).194.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εναντιόφρων — ον (Μ ἐναντιόφρων, ον) αυτός που φρονεί τα αντίθετα, που έχει αντίθετη γνώμη, που εναντιώνεται σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐναντιόφρονες — ἐναντιόφρων Cat.Cod. Astr. masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιόφροσι — ἐναντιόφρων Cat.Cod. Astr. dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”